- τρανά
- Νεπίρρ. βλ. τρανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) … Wikipedia
τρανός — ή, ό / τρανός, ή, όν, ΝΜΑ προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη τής ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.) νεοελλ. 1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό 2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και… … Dictionary of Greek
tấrnă — tîrnă ( ne), s.f. – 1. Coş mare de răchită, de nuiele. – 2. Stup de nuiele. – 3. (Olt.) Botniţă care se pune la vite pentru a le împiedica să pască. Origine incertă. Se consideră der. din bg. trăvna, sb. trnka (Cihac, II, 402; Tiktin; Candrea; bg … Dicționar Român
τρανός — ή, ό επίρρ. ά 1. μεγάλος σε ανάστημα ή ηλικία, ογκώδης: Είναι πρώτο μπόι, τρανός. – Να τον σέβεσαι τον παππού, είναι τρανός. Είναι βαρύς, γιατί είναι τρανός. 2. μτφ., σπουδαίος, μεγάλος και διάσημος: Τρανός γιατρός. 3. ολοφάνερος, καταφανής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψεματούρης, -α, -ικο — αυτός που λέει τρανά ψέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)